δίκροτο

δίκροτο
Ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο, που σταμάτησε να χρησιμοποιείται στα μέσα του 19ου αι. Το δ. συγκαταλεγόταν στα βαριά πλοία της εποχής του. Διέθετε δύο σειρές πυροβόλα σε κάθε πλευρά, τρία κατάρτια και τετράγωνα πανιά. To ιστιοφόρο αυτό, εξαιτίας της διάταξης των πυροβόλων του, είχε τρία καταστρώματα: το κύριο κατάστρωμα, το κατάστρωμα του πάνω πυροβολείου και εκείνο του κάτω. Διέθετε συνολικά 64 έως 90 πυροβόλα, τοποθετημένα σε όλο το μήκος της πλευράς του, τα οποία προέβαλαν από τετράγωνες κανονιόπορτες (μπουκαπόρτες). To δ. μαχόταν σε παράταξη και διακρινόταν για τις πολεμικές του αρετές. Οι Έλληνες ναυτικοί το ονόμαζαν πλοίο της γραμμής καθώς επίσης και ντελίνι.
* * *
το
βλ. δίκροτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δίκροτο — το (ενν. πλοίο), τρικάταρτο πολεμικό ιστιοφόρο πλοίο με δύο σειρές πυροβόλα σε κάθε πλευρά και τετράγωνα πανιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίκροτος — η, ο (Α δίκροτος, ον) φρ. «δίκροτος, σφυγμός» ο σφυγμός που χτυπάει δύο φορές σε κάθε συστολή νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίκροτο πολεμικό ιστιοφόρο (17ος 19ος αιώνας) με τα πυροβόλα του τοποθετημένα σε δύο πυροβολεία αρχ. 1. φρ. «δικρότοισι… …   Dictionary of Greek

  • δελίνι — και ντελίνι, το 1. κατάφρακτο πολεμικό ιστιοφόρο, δίκροτο ή τρίκροτο 2. (για πρόσ.) ο ψηλός, ο μεγαλόσωμος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. de ligne, που προήλθε από τη φρ. batiment de ligne «πλοίο της γραμμής»] …   Dictionary of Greek

  • διπόντες — ο δίκροτο πλοίο …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος Νιέφσκι — I (Alexander Nevsky, 1220 – 1263). Ρώσος δούκας. Στις 15 Ιουλίου 1240 νίκησε τους Σουηδούς στον ποταμό Νέβα και σταμάτησε έτσι την εισβολή στο δουκάτο του Νόβγκοροντ. Από τη νίκη του αυτή στον Νέβα (Neva) πήρε το όνομα Νιέφσκι, με το οποίο έμεινε …   Dictionary of Greek

  • Ερεσός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.097 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του ομώνυμου όρμου. Αποτελεί έδρα του δήμου Ερεσού Αντίσσης. Η Ε. είναι αρχαιότατος οικισμός. Στη θέση Βίγλα ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη, που φημιζόταν για το… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδωράκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Πλοιοκτήτης, από την Ύδρα. Διέθεσε για τον Αγώνα τα δύο του πλοία καθώς και μεγάλα χρηματικά ποσά. 2. Δημήτριος. Πλοίαρχος, γιος του προηγούμενου. Πήρε μέρος σε πέντε μεγάλες ναυμαχίες και σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • Κανάρης, Κωνσταντίνος — (Ψαρά 1793 – Αθήνα 1877). Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός. Ήταν γιος ναυτικού και έμαθε λίγα γράμματα στο νησί του. Ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα των Ψαριανών ξεκινώντας από μούτσος, για να γίνει καπετάνιος επιδεικνύοντας ιδιαίτερη εξυπνάδα,… …   Dictionary of Greek

  • Παρκερικά — Έτσι ονομάστηκε ο ναυτικός αποκλεισμός της χώρας τον Ιανουάριο του 1850 από ισχυρή μοίρα του αγγλικού στόλου με επικεφαλής τον ναύαρχο σερ Γουίλιαμ Πάρκερ και η έντονη διπλωματική δραστηριότητα που ακολούθησε, με σκοπό να υποχρεωθεί η οθωνική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”